πολυταινικός

πολυταινικός
-ή, -ό, Ν
βιολ.
1. χαρακτηρισμός μιας ιδιαίτερης μορφής γιγαντιαίων χρωματοσωμάτων, που αντιπροσωπεύουν μια δέσμη χρωματίδων, τών οποίων ο αριθμός μπορεί να φτάσει τα 1 ώς 2 δισεκατομμύρια
2. φρ. «παφ πολυταινικού χρωματοσώματος»
(στις Δροσόφιλες και σε άλλα είδη) εξάρσεις, φούσκες, διεθνώς γνωστές ως puffs, που είναι αποσπειρώσεις τής συσπειρωμένης χρωματίνης τών ταινιών και θέσεις έντονης σύνθεσης αγγελιαφόρου RNΑ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παφ — το βιολ. βλ. πολυταινικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”